- πεπάσμην
- πεπάσμην: see πατέομαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πεπάσμην — πάσσω sprinkle plup ind mp 1st sg (homeric ionic) πατέομαι eat plup ind mp 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατέομαι — Α 1. γεύομαι μια τροφή ή ένα ποτό («νέκταρ ἐπάσαντο», Ησίοδ.) 2. λαμβάνω λίγη τροφή και λίγο ποτό, «τσιμπώ» («δείπνου πασσάμενος», Ομ. Οδ.) 3. τρώγω («πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε αρχαία ΙΕ ρίζα *pā t / / *pә … Dictionary of Greek